Tου Θεόδωρου Δίζελου
Το σίριαλ που παίχτηκε σε πολλές πράξεις για να πάρουμε τη δόση μας, φαίνεται ότι βαδίζει προς το τέλος του μετά την απόφαση του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, που κατέληξε στη χορήγηση προς την Ελλάδα 43,4 δισ. ευρώ σε δόσεις, ενώ η πρώτη δόση πρέπει να δοθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.
Και, φυσικά, ύστερα από επικύρωση της συμφωνίας αυτής από τα Κοινοβούλια των χωρών-μελών που συμμετέχουν στη χορήγηση των δανείων προς την Ελλάδα. Επίσης, η συμφωνία των Κοινοβουλίων πρέπει να έχει επιτευχθεί πριν από τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Και αυτό σημαίνει ότι εάν έστω και ένα Κοινοβούλιο αρνηθεί να επικυρώσει τη συμφωνία, τότε θα έχουμε καινούργιες περιπέτειες και αναβολές. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί και από την εκτίμηση των περαιτέρω δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελλάδα απέναντι στην «τρόικα». Και φαίνεται ότι αυτές οι δεσμεύσεις συμφέρουν τα κράτη-δανειστές μας, κάτι που θα εκτιμηθεί βέβαια αφού γίνουν γνωστές όλες οι λεπτομέρειες της απόφασης του Eurogroup. Τα μεγάλα ερωτήματα που προκύπτουν από τη συμφωνία είναι:
α) Εάν το χρέος του ελληνικού Δημοσίου θα καταστεί βιώσιμο και
β) Εάν η συμφωνία αυτή και η χορήγηση των 43,4 δισ. ευρώ, έστω και με δόσεις, θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, θα εξαλείψει τη μεγάλη ύφεση που υπάρχει και θα δώσει ανάσα στον ελληνικό λαό.
Εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους η χορήγηση της δόσης; Μέχρι το 2020 -ή έστω μέχρι το 2024- θα έχουμε πετύχει να φτάσει το δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ;
Φαίνεται ότι στις νέες δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα μας για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η δημιουργία πρωτογενών περισσευμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και η ενίσχυση των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας. Για να επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα χρειάζεται γενναία αύξηση των φορολογικών εσόδων και σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών.
Για να αυξηθούν όμως τα φορολογικά έσοδα πρέπει η ύφεση να υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και να αυξηθεί η παραγωγή μας και στους τρεις κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως η πρωτογενής παραγωγή μας (δηλαδή η γεωργική παραγωγή) τείνει να εξαφανιστεί. Οι Έλληνες έχουν εγκαταλείψει τη γεωργία και τώρα για την αξιοποίηση της γης μας ασχολούνται μόνο οι ξένοι μετανάστες, οι οποίοι ασφαλώς αποκομίζουν σημαντικά κέρδη και μάλιστα αφορολόγητα. Η μεγάλη ανεργία που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα συνδέεται και με το φαινόμενο της αθρόας εισόδου στη χώρα μας των μεταναστών.
Τα ίδια ακριβώς φαινόμενα παρατηρούνται και στον δευτερογενή τομέα. Και εκεί έχουμε περιορισμό της παραγωγής, της μεταποίησης δηλαδή, και αρκετά σεβαστό αριθμό μεταναστών που ασχολούνται στην ελληνική βιομηχανία-βιοτεχνία, όπου οι περισσότεροι από αυτούς παρέχουν ανασφάλιστη εργασία. Ο Έλληνας έχει επιλέξει συνειδητά να απασχολείται στον τριτογενή τομέα, δηλαδή στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Και γι' αυτό ξέφυγε ο έλεγχος της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας από τα ελληνικά χέρια.
Καταλήξαμε όχι τυχαία σε ύφεση. Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν πάρουμε στα χέρια μας όλες τις παραγωγικές δυνατότητες και των τριών τομέων της οικονομίας, δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την ύφεση. Και όσο υπάρχει ύφεση, πρωτογενή περισσεύματα στον κρατικό προϋπολογισμό είναι αδύνατο να εμφανιστούν, καθώς τα φορολογικά έσοδα σε καιρό ύφεσης δεν είναι δυνατόν να αυξάνονται συνεχώς. Και ασφαλώς το μεγάλο λάθος της οικονομικής πολιτικής που ασκείται σήμερα είναι ότι προσπαθεί να πετύχει αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσα σε περίοδο μιας βαθιάς ύφεσης, με την αύξηση αποκλειστικά και μόνο των φορολογικών συντελεστών και όχι με τη σύλληψη του συνόλου της φορολογητέας ύλης. Καθόσον αφορά την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, η συμφωνία για τη χορήγηση των 43,4 δισ. ευρώ δεν δίνει απάντηση στο αναπτυξιακό αδιέξοδο, στο οποίο αυτήν τη στιγμή βρίσκεται η χώρα μας. Και τούτο γιατί η απόφαση προβλέπει την εκταμίευση μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,5 θα διατεθούν για την εξόφληση ομολόγων που έχουν ήδη λήξει και δεν έχουν πληρωθεί. Μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου θα εκταμιευτεί 1,3 δισ. ευρώ που είναι η συνεισφορά του ΔΝΤ και τα οποία θα καλύψουν ένα μικρό τμήμα του εσωτερικού χρέους του κράτους. Μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου θα εκταμιευτεί η τρίτη δόση, ύψους 23 δισ. ευρώ, τα οποία θα διατεθούν εξ ολοκλήρου σχεδόν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς η χώρα μας θα εισπράξει 31,3 δισ., τα οποία θα απορροφηθούν για την κάλυψη των αναγκών αυτών και όχι για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων. Με τα δεδομένα αυτά, το 2012 θα κλείσει με δημόσιο χρέος περίπου 370 δισ. ευρώ, που σημαίνει 175% του ΑΕΠ. Τα υπόλοιπα 12,2 δισ. ευρώ, για να κλείσει η δόση των 43,4 δισ. ευρώ, θα δοθούν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2013 και θα χρησιμοποιηθούν προφανώς για την κάλυψη ελλειμμάτων στη δημοσιονομική διαχείριση. Έπειτα από αυτήν την κατανομή της δόσης υπάρχει βέβαια μια βαθιά ανάσα, αλλά αυτή δεν είναι ικανή να προστατεύσει τον ελληνικό λαό από την εξαθλίωση την οποία βιώνει σήμερα.
Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τίθεται αμέσως σε εφαρμογή «η ρήτρα ισοδύναμων μέτρων», η οποία έχει ήδη νομοθετηθεί και αποτελεί νόμο του ελληνικού κράτους και δέσμευση για τη λήψη στο μέλλον και άλλων μέτρων, εφόσον δεν επιτευχθούν οι στόχοι των Μνημονίων και δεν ολοκληρωθούν οι δεσμεύσεις της χώρας μας. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η απόφαση που ελήφθη τη Δευτέρα το βράδυ στο Eurogroup για τη συνέχιση της δανειοδότησής μας, για τον ελληνικό λαό δημιουργεί προϋποθέσεις λήψης σε βάρος του και άλλων μέτρων στο μέλλον.
Και τώρα ας δούμε πιο λεπτομερειακά μερικά μέτρα της συμφωνίας που έγινε στο Eurogroup για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν είναι:
α) Την πρώτη δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας είναι η υποχρέωση μείωσης του χρέους κατά 45 δισ. Ώστε μέχρι το 2020 να καταφέρει η Ελλάδα να φτάσει το χρέος στο 120% ή τουλάχιστον στο 124% του ΑΕΠ. Αυτή η μείωση θα βασιστεί στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και από τα πρωτογενή πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως και οι δύο αυτές πηγές δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός κεφαλαίου το οποίο θα μπορέσει να βοηθήσει σημαντικά τη μείωση του χρέους. Τα πρωτογενή πλεονάσματα φαίνεται πολύ δύσκολο να επιτευχθούν μέσα στην προσεχή πενταετία τουλάχιστον. Και η απόδοση των αποκρατικοποιήσεων θα είναι δραστικά μειωμένη, λόγω των πολύ χαμηλών τιμών πώλησης των ακινήτων και των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές και φυσικά και στην Ελλάδα.
Έτσι ο όρος αυτός φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί, εκτός εάν καταφέρει η χώρα μας να ξεφύγει από την ύφεση στην οποία τώρα βρίσκεται.
β) Η δεύτερη δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας είναι η αυστηρή τήρηση όλων των μέτρων που προβλέπουν τα προηγούμενα Μνημόνια. Οι δανειστές μας -και ειδικά τα μπλοκ που συμπορεύονται με τη Γερμανία- δεν θέλησαν επ' ουδενί να μειώσουν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τα προηγούμενα Μνημόνια. Ενώ θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, οι κ. Σαμαράς και Στουρνάρας, που είχαν τις επαφές με τους αξιωματούχους της Ευρωζώνης, να επιδιώξουν την ελάφρυνση των δεσμεύσεων για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να ανασάνει έτσι ο λαός. Με τα μέτρα των Μνημονίων, αυτά που μέχρι τώρα έχουν εφαρμοστεί και αυτά που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή που θα εφαρμοστούν από το Γενάρη του 2013, δεν μπορεί να χτυπηθεί η ύφεση και επομένως δεν μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ανάκαμψης. Και απορούμε γιατί η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε καθόλου το θέμα των αντιαναπτυξιακών και αντικοινωνικών δεσμεύσεων των Μνημονίων.
γ) Άλλη δέσμευση που προβλέπει η απόφαση είναι η μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων που έλαβε η Ελλάδα από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Και η οποία μείωση φυσικά τελεί υπό την επιφύλαξη της έγκρισης από τα Κοινοβούλια των ενδιαφερομένων κρατών. Και κατά πάσα πιθανότητα η μείωση αφορά το μέλλον και όχι τα ήδη καταβληθέντα τοκομερίδια.
Επιστροφή κερδών από τα τοκομερίδια προβλέπεται μόνον από τους Μηχανισμούς Στήριξης, εφόσον υπάρχουν φυσικά κέρδη. Και πράγματι υπάρχουν από την πλευρά της ΕΚΤ.
δ) Το πλέον θετικό μέτρο που αποφασίστηκε στο Eurogroup είναι κατά τη γνώμη μας η επιπλέον βοήθεια στην Ελλάδα για επαναγορά ομολόγων. Η άποψη της κ. Λαγκάρντ για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους στην τωρινή φάση απερρίφθη, λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Γερμανίας. Και δόθηκε έμφαση στην επαναγορά ομολόγων. Το ασθενές σημείο της όλης απόφασης είναι ότι δεν προβλέπεται συγκεκριμένο ποσόν της βοήθειας, οι πηγές από τις οποίες θα αντληθεί το ποσόν αυτό και το χρονοδιάγραμμα καταβολής της βοήθειας για επαναγορά. Προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι μετά τη διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών, είτε επικρατήσει η κ. Μέρκελ είτε οι αντίπαλοί της σοσιαλιστές, θα έρθει στην επιφάνεια και πάλι το θέμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους. Και τούτο γιατί τα μέτρα που αποφασίστηκαν δεν φαίνονται ικανά να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Με βάση τα παραπάνω, το συμπέρασμα είναι ότι οι αποφάσεις του Eurogroup κλείνουν την πόρτα στην ανάπτυξη και ανοίγουν παράθυρο για νέα μέτρα.
Ας μιλήσουμε επιτέλους
Το σίριαλ που παίχτηκε σε πολλές πράξεις για να πάρουμε τη δόση μας, φαίνεται ότι βαδίζει προς το τέλος του μετά την απόφαση του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, που κατέληξε στη χορήγηση προς την Ελλάδα 43,4 δισ. ευρώ σε δόσεις, ενώ η πρώτη δόση πρέπει να δοθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.
Και, φυσικά, ύστερα από επικύρωση της συμφωνίας αυτής από τα Κοινοβούλια των χωρών-μελών που συμμετέχουν στη χορήγηση των δανείων προς την Ελλάδα. Επίσης, η συμφωνία των Κοινοβουλίων πρέπει να έχει επιτευχθεί πριν από τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Και αυτό σημαίνει ότι εάν έστω και ένα Κοινοβούλιο αρνηθεί να επικυρώσει τη συμφωνία, τότε θα έχουμε καινούργιες περιπέτειες και αναβολές. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί και από την εκτίμηση των περαιτέρω δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελλάδα απέναντι στην «τρόικα». Και φαίνεται ότι αυτές οι δεσμεύσεις συμφέρουν τα κράτη-δανειστές μας, κάτι που θα εκτιμηθεί βέβαια αφού γίνουν γνωστές όλες οι λεπτομέρειες της απόφασης του Eurogroup. Τα μεγάλα ερωτήματα που προκύπτουν από τη συμφωνία είναι:
α) Εάν το χρέος του ελληνικού Δημοσίου θα καταστεί βιώσιμο και
β) Εάν η συμφωνία αυτή και η χορήγηση των 43,4 δισ. ευρώ, έστω και με δόσεις, θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, θα εξαλείψει τη μεγάλη ύφεση που υπάρχει και θα δώσει ανάσα στον ελληνικό λαό.
Εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους η χορήγηση της δόσης; Μέχρι το 2020 -ή έστω μέχρι το 2024- θα έχουμε πετύχει να φτάσει το δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ;
Φαίνεται ότι στις νέες δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα μας για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η δημιουργία πρωτογενών περισσευμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και η ενίσχυση των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας. Για να επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα χρειάζεται γενναία αύξηση των φορολογικών εσόδων και σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών.
Για να αυξηθούν όμως τα φορολογικά έσοδα πρέπει η ύφεση να υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και να αυξηθεί η παραγωγή μας και στους τρεις κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως η πρωτογενής παραγωγή μας (δηλαδή η γεωργική παραγωγή) τείνει να εξαφανιστεί. Οι Έλληνες έχουν εγκαταλείψει τη γεωργία και τώρα για την αξιοποίηση της γης μας ασχολούνται μόνο οι ξένοι μετανάστες, οι οποίοι ασφαλώς αποκομίζουν σημαντικά κέρδη και μάλιστα αφορολόγητα. Η μεγάλη ανεργία που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα συνδέεται και με το φαινόμενο της αθρόας εισόδου στη χώρα μας των μεταναστών.
Τα ίδια ακριβώς φαινόμενα παρατηρούνται και στον δευτερογενή τομέα. Και εκεί έχουμε περιορισμό της παραγωγής, της μεταποίησης δηλαδή, και αρκετά σεβαστό αριθμό μεταναστών που ασχολούνται στην ελληνική βιομηχανία-βιοτεχνία, όπου οι περισσότεροι από αυτούς παρέχουν ανασφάλιστη εργασία. Ο Έλληνας έχει επιλέξει συνειδητά να απασχολείται στον τριτογενή τομέα, δηλαδή στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Και γι' αυτό ξέφυγε ο έλεγχος της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας από τα ελληνικά χέρια.
Καταλήξαμε όχι τυχαία σε ύφεση. Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν πάρουμε στα χέρια μας όλες τις παραγωγικές δυνατότητες και των τριών τομέων της οικονομίας, δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την ύφεση. Και όσο υπάρχει ύφεση, πρωτογενή περισσεύματα στον κρατικό προϋπολογισμό είναι αδύνατο να εμφανιστούν, καθώς τα φορολογικά έσοδα σε καιρό ύφεσης δεν είναι δυνατόν να αυξάνονται συνεχώς. Και ασφαλώς το μεγάλο λάθος της οικονομικής πολιτικής που ασκείται σήμερα είναι ότι προσπαθεί να πετύχει αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσα σε περίοδο μιας βαθιάς ύφεσης, με την αύξηση αποκλειστικά και μόνο των φορολογικών συντελεστών και όχι με τη σύλληψη του συνόλου της φορολογητέας ύλης. Καθόσον αφορά την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, η συμφωνία για τη χορήγηση των 43,4 δισ. ευρώ δεν δίνει απάντηση στο αναπτυξιακό αδιέξοδο, στο οποίο αυτήν τη στιγμή βρίσκεται η χώρα μας. Και τούτο γιατί η απόφαση προβλέπει την εκταμίευση μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6,5 θα διατεθούν για την εξόφληση ομολόγων που έχουν ήδη λήξει και δεν έχουν πληρωθεί. Μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου θα εκταμιευτεί 1,3 δισ. ευρώ που είναι η συνεισφορά του ΔΝΤ και τα οποία θα καλύψουν ένα μικρό τμήμα του εσωτερικού χρέους του κράτους. Μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου θα εκταμιευτεί η τρίτη δόση, ύψους 23 δισ. ευρώ, τα οποία θα διατεθούν εξ ολοκλήρου σχεδόν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς η χώρα μας θα εισπράξει 31,3 δισ., τα οποία θα απορροφηθούν για την κάλυψη των αναγκών αυτών και όχι για την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων. Με τα δεδομένα αυτά, το 2012 θα κλείσει με δημόσιο χρέος περίπου 370 δισ. ευρώ, που σημαίνει 175% του ΑΕΠ. Τα υπόλοιπα 12,2 δισ. ευρώ, για να κλείσει η δόση των 43,4 δισ. ευρώ, θα δοθούν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2013 και θα χρησιμοποιηθούν προφανώς για την κάλυψη ελλειμμάτων στη δημοσιονομική διαχείριση. Έπειτα από αυτήν την κατανομή της δόσης υπάρχει βέβαια μια βαθιά ανάσα, αλλά αυτή δεν είναι ικανή να προστατεύσει τον ελληνικό λαό από την εξαθλίωση την οποία βιώνει σήμερα.
Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τίθεται αμέσως σε εφαρμογή «η ρήτρα ισοδύναμων μέτρων», η οποία έχει ήδη νομοθετηθεί και αποτελεί νόμο του ελληνικού κράτους και δέσμευση για τη λήψη στο μέλλον και άλλων μέτρων, εφόσον δεν επιτευχθούν οι στόχοι των Μνημονίων και δεν ολοκληρωθούν οι δεσμεύσεις της χώρας μας. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η απόφαση που ελήφθη τη Δευτέρα το βράδυ στο Eurogroup για τη συνέχιση της δανειοδότησής μας, για τον ελληνικό λαό δημιουργεί προϋποθέσεις λήψης σε βάρος του και άλλων μέτρων στο μέλλον.
Και τώρα ας δούμε πιο λεπτομερειακά μερικά μέτρα της συμφωνίας που έγινε στο Eurogroup για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν είναι:
α) Την πρώτη δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας είναι η υποχρέωση μείωσης του χρέους κατά 45 δισ. Ώστε μέχρι το 2020 να καταφέρει η Ελλάδα να φτάσει το χρέος στο 120% ή τουλάχιστον στο 124% του ΑΕΠ. Αυτή η μείωση θα βασιστεί στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και από τα πρωτογενή πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως και οι δύο αυτές πηγές δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός κεφαλαίου το οποίο θα μπορέσει να βοηθήσει σημαντικά τη μείωση του χρέους. Τα πρωτογενή πλεονάσματα φαίνεται πολύ δύσκολο να επιτευχθούν μέσα στην προσεχή πενταετία τουλάχιστον. Και η απόδοση των αποκρατικοποιήσεων θα είναι δραστικά μειωμένη, λόγω των πολύ χαμηλών τιμών πώλησης των ακινήτων και των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές και φυσικά και στην Ελλάδα.
Έτσι ο όρος αυτός φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί, εκτός εάν καταφέρει η χώρα μας να ξεφύγει από την ύφεση στην οποία τώρα βρίσκεται.
β) Η δεύτερη δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας είναι η αυστηρή τήρηση όλων των μέτρων που προβλέπουν τα προηγούμενα Μνημόνια. Οι δανειστές μας -και ειδικά τα μπλοκ που συμπορεύονται με τη Γερμανία- δεν θέλησαν επ' ουδενί να μειώσουν τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τα προηγούμενα Μνημόνια. Ενώ θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, οι κ. Σαμαράς και Στουρνάρας, που είχαν τις επαφές με τους αξιωματούχους της Ευρωζώνης, να επιδιώξουν την ελάφρυνση των δεσμεύσεων για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να ανασάνει έτσι ο λαός. Με τα μέτρα των Μνημονίων, αυτά που μέχρι τώρα έχουν εφαρμοστεί και αυτά που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή που θα εφαρμοστούν από το Γενάρη του 2013, δεν μπορεί να χτυπηθεί η ύφεση και επομένως δεν μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ανάκαμψης. Και απορούμε γιατί η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύτηκε καθόλου το θέμα των αντιαναπτυξιακών και αντικοινωνικών δεσμεύσεων των Μνημονίων.
γ) Άλλη δέσμευση που προβλέπει η απόφαση είναι η μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων που έλαβε η Ελλάδα από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Και η οποία μείωση φυσικά τελεί υπό την επιφύλαξη της έγκρισης από τα Κοινοβούλια των ενδιαφερομένων κρατών. Και κατά πάσα πιθανότητα η μείωση αφορά το μέλλον και όχι τα ήδη καταβληθέντα τοκομερίδια.
Επιστροφή κερδών από τα τοκομερίδια προβλέπεται μόνον από τους Μηχανισμούς Στήριξης, εφόσον υπάρχουν φυσικά κέρδη. Και πράγματι υπάρχουν από την πλευρά της ΕΚΤ.
δ) Το πλέον θετικό μέτρο που αποφασίστηκε στο Eurogroup είναι κατά τη γνώμη μας η επιπλέον βοήθεια στην Ελλάδα για επαναγορά ομολόγων. Η άποψη της κ. Λαγκάρντ για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους στην τωρινή φάση απερρίφθη, λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Γερμανίας. Και δόθηκε έμφαση στην επαναγορά ομολόγων. Το ασθενές σημείο της όλης απόφασης είναι ότι δεν προβλέπεται συγκεκριμένο ποσόν της βοήθειας, οι πηγές από τις οποίες θα αντληθεί το ποσόν αυτό και το χρονοδιάγραμμα καταβολής της βοήθειας για επαναγορά. Προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι μετά τη διεξαγωγή των γερμανικών εκλογών, είτε επικρατήσει η κ. Μέρκελ είτε οι αντίπαλοί της σοσιαλιστές, θα έρθει στην επιφάνεια και πάλι το θέμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους. Και τούτο γιατί τα μέτρα που αποφασίστηκαν δεν φαίνονται ικανά να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Με βάση τα παραπάνω, το συμπέρασμα είναι ότι οι αποφάσεις του Eurogroup κλείνουν την πόρτα στην ανάπτυξη και ανοίγουν παράθυρο για νέα μέτρα.
Ας μιλήσουμε επιτέλους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου